φάλκης

φάλκης
Μυθικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του Τημένου και αδελφός της Υρνηθώς. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία, οι αδελφοί του δολοφόνησαν τον πατέρα τους και ο ίδιος την αδελφή τους, στη διάρκεια της σύγκρουσης με το σύζυγό της Δηιφόντη για την ηγεμονία του Άργους. Αργότερα επιτέθηκε εναντίον της Σικυώνας, με τον ηγεμόνα της οποίας Λακέσταδο συμβασίλευσε. Όπως λέγεται, ο Φ. έχτισε στη Σικυώνα ναό της Ήρας Προδρομίας.
* * *
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. το σύνολο τών τεμαχίων τα οποία ενώνονται μεταξύ τους και μαζί με την στείρα σχηματίζουν το προεξέχον τμήμα τής πλώρης τών ιστιοφόρων σκαφών και μερικών ατμοπλοίων το οποίο σχίζει το νερό κατά τον πλου, κν. ταλιαμάς
αρχ.
1. ναυτ. ξύλο καρφωμένο στην τρόπιδα τού πλοίου
2. ως κύριο όν. ό Φάλκης
Ηρακλείδης, βασιλιάς τής Σπάρτης, γιος τού Τημένου, αδελφός τής Υρνηθούς, τού Κείσου, τού Κερύνη και τού Αργαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Έχουν προταθεί οι συνδέσεις τού τ. με την λ. φάλαγξ ή με τα λατ. falx «δρεπάνι» και flecto «κάμπτω, λυγίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φάλκης — rib masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλκης — φάλκη to be white fem gen sg (attic epic ionic) φάλκης rib masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάλκη — Φάλκης rib masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάλκην — Φάλκης rib masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάλκου — Φάλκης rib masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλκου — φάλκης rib masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υρνηθώ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά Τημένη του Άργους, που ήταν ένας από τους Ηρακλείδες. Ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο από τους γιους του, την πάντρεψε με τον αγαπητό του σύμβουλο και βοηθό στρατηγό Δηιφόντη και σκόπευε να την κάνει… …   Dictionary of Greek

  • Φάλκας — Φάλκᾱς , Φάλκης rib masc acc pl Φάλκᾱς , Φάλκης rib masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλκας — φάλκᾱς , φάλκη to be white fem acc pl φάλκᾱς , φάλκη to be white fem gen sg (doric aeolic) φάλκᾱς , φάλκης rib masc acc pl φάλκᾱς , φάλκης rib masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phalkes — ist ein männlicher Vorname. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Verbreitung 3 Varianten 4 Bekannte Namensträger …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”